ανάδοση

ανάδοση
η (Α ἀνάδοσις)
(για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση
νεοελλ.
1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα
2. πρωινή δροσιά
αρχ.
1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα
2. εκπνοή
3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση
4. έμπνευση, παρόρμηση
5. (για γνώσεις) αφομοίωση, εμπέδωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδίδωμι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδοσιά Ι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω …   Dictionary of Greek

  • αναδοσιά — (I) και ανεδοσιά, η [ανάδοση (ις)] 1 υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός 2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία τού δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια. (II) και ανεδοσιά, η 1. άρνηση τού να δώσει κανείς κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • αναδωμός — ο [αναδώνω] 1. επιστροφή πράγματος σ’ εκείνον από τον οποίο τό πήρε κάποιος, επανάδοση, ξαναδόσιμο 2. (για φυτά) αναζωογόνηση, ευδοκίμηση 3. (για φωτιά) αναζωπύρωση, ξαναφούντωμα 4. ανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων, ανάρρωση 5. ανάδοση υγρασίας… …   Dictionary of Greek

  • αναλειχάδα — η [αναλείχω] ανάδοση υγρασίας στην επιφάνεια τοίχου ή αγγείου με νερό …   Dictionary of Greek

  • αναπομπή — η (Α ἀναπομπή) [ἀναπέμπω] το να στέλνεται κάτι προς τα επάνω, εκπομπή προς τα επάνω, ανάδοση νεοελλ. εκτέλεση μουσικών κομματιών (ύμνων, ψαλμών κ.λπ.) προς τιμήν τού Θεού ή υψηλών προσώπων αρχ. 1. αναγωγή, αναφορά 2. φρ. «αναπομπή θησαυρών»,… …   Dictionary of Greek

  • αναπυτισμός — ἀναπυτισμός, ο (Α) ανάβλυση, ανάδοση …   Dictionary of Greek

  • αποπνοή — ἀποπνοή, η (Α) [αποπνέω] 1. ανάδοση οσμής, αναθυμίαση 2. αύρα που πνέει από κάποιον τόπο 3. ξεψύχισμα, θάνατος …   Dictionary of Greek

  • διέκχυση — η (Μ διέκχυσις) [διεκχέω] το χύσιμο έξω από κάτι, το ολοκληρωτικό άδειασμα μσν. 1. (για μυρωδιές) ανάδοση 2. (για πλήθος) διασπορά σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκόρπιση …   Dictionary of Greek

  • επανάδοσις — ἐπανάδοσις, η (Α) 1. η βαθμιαία ανάδοση, η επίδοση 2. απόδοση, επιστροφή πράγματος που μάς δόθηκε …   Dictionary of Greek

  • πεντοβόλημα — το [πεντοβολώ] ανάδοση, εκπομπή ευχάριστης μυρωδιάς, ευωδιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”