αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω … Dictionary of Greek
αναδοσιά — (I) και ανεδοσιά, η [ανάδοση (ις)] 1 υγρασία που αναδίδεται από τη γη, άχνη, υδρατμός 2. οσμή που προέρχεται από την υγρασία τού δαπέδου, τών τοίχων κ.ά., δυσοσμία, κακοσμία, απόπνοια. (II) και ανεδοσιά, η 1. άρνηση τού να δώσει κανείς κάτι,… … Dictionary of Greek
αναδωμός — ο [αναδώνω] 1. επιστροφή πράγματος σ’ εκείνον από τον οποίο τό πήρε κάποιος, επανάδοση, ξαναδόσιμο 2. (για φυτά) αναζωογόνηση, ευδοκίμηση 3. (για φωτιά) αναζωπύρωση, ξαναφούντωμα 4. ανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων, ανάρρωση 5. ανάδοση υγρασίας… … Dictionary of Greek
αναλειχάδα — η [αναλείχω] ανάδοση υγρασίας στην επιφάνεια τοίχου ή αγγείου με νερό … Dictionary of Greek
αναπομπή — η (Α ἀναπομπή) [ἀναπέμπω] το να στέλνεται κάτι προς τα επάνω, εκπομπή προς τα επάνω, ανάδοση νεοελλ. εκτέλεση μουσικών κομματιών (ύμνων, ψαλμών κ.λπ.) προς τιμήν τού Θεού ή υψηλών προσώπων αρχ. 1. αναγωγή, αναφορά 2. φρ. «αναπομπή θησαυρών»,… … Dictionary of Greek
αναπυτισμός — ἀναπυτισμός, ο (Α) ανάβλυση, ανάδοση … Dictionary of Greek
αποπνοή — ἀποπνοή, η (Α) [αποπνέω] 1. ανάδοση οσμής, αναθυμίαση 2. αύρα που πνέει από κάποιον τόπο 3. ξεψύχισμα, θάνατος … Dictionary of Greek
διέκχυση — η (Μ διέκχυσις) [διεκχέω] το χύσιμο έξω από κάτι, το ολοκληρωτικό άδειασμα μσν. 1. (για μυρωδιές) ανάδοση 2. (για πλήθος) διασπορά σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκόρπιση … Dictionary of Greek
επανάδοσις — ἐπανάδοσις, η (Α) 1. η βαθμιαία ανάδοση, η επίδοση 2. απόδοση, επιστροφή πράγματος που μάς δόθηκε … Dictionary of Greek
πεντοβόλημα — το [πεντοβολώ] ανάδοση, εκπομπή ευχάριστης μυρωδιάς, ευωδιάς … Dictionary of Greek